- χώρημα
- -ήματος, τὸ, ΜΑ [χωρῶ](κυριολ. και μτφ.) ο χώρος, ο τόπος, το μέρος στο οποίο περιέχεται κάτι (α. «ἔλυτρον τὸ ὑγρῶν χώρημα», Αμμων.β. «χώρημα τοῡ πονηροῡ δαίμονος ἡ ψυχή», Πορφ.)αρχ.1. κοιλότητα2. ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο στη μήτρα («χώρημά ἐστι [τὸ χόριον] τοῡ ἐμβρύου», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.